Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονόλεπτο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόλεπτο το [monólepto] Ο41 : παλαιότερο νόμισμα που είχε αξία ενός λεπτού της δραχμής.

[λόγ. μονο- + λεπτόν 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόλεπτος -η -ο [monóleptos] Ε5 : που διαρκεί ένα λεπτό της ώρας: Mονόλεπτη διακοπή.

[λόγ. μονο- + λεπτ(όν) 2 -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go