Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόζυγο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόζυγο το [monóziγo] Ο41 : όργανο γυμναστικής που αποτελείται από μία λεπτή και κυλινδρική οριζόντια ράβδο, η οποία στηρίζεται σε δύο κάθετους στύλους με ύψος μεγαλύτερο από εκείνο του ανθρώπου: Kάνω ~, ασκούμαι σ΄ αυτό.

[λόγ. μονο- + ζυγ(ός) -ον (διαφ. το αρχ. μονόζυγος `μόνος στο ζυγό, μοναχικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες