Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονόγαμος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μονόγαμος, επίθ.
  • Που παντρεύτηκε μόνο μία φορά· (εδώ προκ. για πτηνό):
    • μονόγαμός εστιν· όταν ο ταύτης ανήρ τελευτήσῃ, ουκέτι συγγίνεται ετέρῳ ανδρί (ενν. η κορώνη) (Φυσιολ. (Kaim.) 78a4).

[μτγν. επίθ. μονόγαμος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go