Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοντελίστ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντελίστ ο [modelíst] θηλ. μοντελίστ [modelíst] Ο (άκλ.) & μοντελίστας [modelístas] Ο2 (χωρίς γεν. πληθ.) θηλ. μοντελίστα [modelísta] Ο25 : αυτός που σχεδιάζει τα νέα μοντέλα ρούχων· σχεδιαστής μόδας.

[λόγ. < γαλλ. modéliste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ιταλ. modellista -ς· μοντελ(ίστας) -ίστα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go