Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μονοχίτων, επίθ.
-
- Που φορά ένα μόνο χιτώνα· (συνεκδ.):
- ζην μονοχίτωνα και ασκεπή βίον (Δούκ. 15125).
- Η λ. ως ουσ. = μοναχός που φορά ένα μόνο χιτώνα· (εδώ) προκ. για δερβίση:
- εν σχήματι μονοχίτωνος υπεισδύων και τας κώμας περιθέων (Δούκ. 16525).
[αρχ. επίθ. μονοχίτων]
- Που φορά ένα μόνο χιτώνα· (συνεκδ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- μονοχιτωνίσκος ο.
-
- Ένας μόνο χιτώνας:
- ένα μονοχιτωνίσκον ενδεδυμένους (Δούκ. 15112).
[<επίθ. μονοχίτων + κατάλ. ‑ίσκος. Η λ. στον Κουμαν.]
- Ένας μόνο χιτώνας:



