Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονοφωνία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοφωνία η [monofonía] Ο25 : μουσική σύνθεση με μία μόνο μελωδική γραμμή και με δυνατότητα μιας υποτυπώδους συνοδείας. || (επέκτ.) όλη η περιοχή της μουσικής που έχει αυτή τη σύσταση. ANT πολυφωνία.

[λόγ. < αγγλ. monophony < mono- = μονο- + αρχ. φων(ή) -y = -ία (πρβ. μσν. μονοφωνία `άκουσμα μόνο ενός δυνατού ήχου΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
μονοφωνία η.
  • (Εδώ) το να ακούγεται ένας μόνο και δυνατός ήχος:
    • διά την μονοφωνίαν των πτερύγων (ενν. των περιστερών) ουκ ισχύει αρπάσαι ο οξύπτερος (Φυσιολ. 36319).

[<μονο‑ + ουσ. φωνή. Η λ. σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go