Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονοπυρήνωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοπυρήνωση η [monopirínosi] Ο33 : (ιατρ.) Λοιμώδης ~, ονομασία λοίμωξης.

[λόγ. μονο- + πυρην- (δες πυρήνας) -ωσις > -ωση μτφρδ. νλατ. mononucleosis (mono- = μονο-, -osis = -ωσις)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go