Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονομεταλλισμός ο [monometalizmós] Ο17 : σύστημα νομισματικής κυκλοφορίας που στηρίζεται στη χρησιμοποίηση ενός μόνο πολύτιμου μετάλλου, συνήθ. του χρυσού ή του αργύρου, ως μέτρου των οικονομικών αξιών, ενώ τα άλλα μέταλλα έχουν περιορισμένη μόνο εξοφλητική ικανότητα· (πρβ. διμεταλλισμός).
[λόγ. < γαλλ. monométallisme < mono- = μονο- + métal < λατ. metallum < αρχ. μέταλλ(ον) -isme = -ισμός]



