Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονομερώς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μονομερώς, επίρρ.
  • 1) Από τη μία μόνο μεριά:
    • την οδόν ποιεί (ενν. ο βασιλεύς) τα παράλια … διερχόμενος, … ίνα μονομερώς έχῃ την των πολεμίων επέλευσιν (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) Ι 45).
  • 2) Αυτοτελώς, ανεξάρτητα, μεμονωμένα:
    • (Ψευδο-Σφρ. 48211).

[μτγν. επίρρ. μονομερώς. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go