Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοκρατορία η [monokratoría] Ο25 : απόλυτη κυριαρχία κάποιου: H εποχή που ακολούθησε τον εμφύλιο πόλεμο χαρακτηρίζεται από τη ~ της δεξιάς.
[λόγ. < μσν. μονοκρατορία < ελνστ. μονοκρατορ- (δες μονοκράτορας) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονοκρατορία η.
-
- Μοναρχία, απόλυτη εξουσία, κυριαρχία κάπ.:
- (Προδρ. III 27), (Χρον. Μορ. H 3928)·
- (προκ. για το Θεό):
- (Λέοντ., Αίν. II 50).
[<ουσ. μονοκράτωρ + κατάλ. ‑ία. Η λ. στη Σούδα και σήμ.]
- Μοναρχία, απόλυτη εξουσία, κυριαρχία κάπ.:



