Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονοθέσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοθέσιος -α -ο [monoθésios] Ε6 : που έχει μία μόνο θέση: Mονοθέσιο αεροπλάνο, που χωράει μόνο τον πιλότο. Mονοθέσιο σχολείο, που έχει μία οργανική θέση δασκάλου, ο οποίος διδάσκει όλες τις τάξεις του.

[λόγ. μονο- + θέσ(ις) -ιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go