Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονιός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μόνιος, επίθ.,
βλ. μόνος.
[Λεξικό Κριαρά]
μονιός ο.
  • Αγριόχοιρος που ζει μόνος του:
    • όρμησεν … ως μονιός τε άγριος (Κορων., Μπούας 135
    • (σε μεταφ.):
      • (Ροδινός 107).

[μτγν. ουσ. μονιός. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go