Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναχούλης, επίθ.
-
- Μόνος, ολομόναχος (θωπευτ.):
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [83]), (Δεφ., Λόγ. 474).
[<επίθ. μοναχός + κατάλ. ‑ούλης. Η λ. και σήμ.]
- Μόνος, ολομόναχος (θωπευτ.):



