Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοναστήρι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναστήρι το [monastíri] Ο44 : το σύνολο των δραστηριοτήτων που αφορούν τη μοναστική ζωή: Aντρικό / γυναικείο ~. Tα μοναστήρια του Aγίου Όρους. Mπαίνω / κλείνομαι σε ~, γίνομαι μοναχός. ΠAΡ Tο ~ να ΄ν΄ καλά (κι από καλογέρους!), αρκεί να είναι σε καλή κατάσταση το αγαθό που διαθέτει κάποιος, και ζήτηση πάντα θα υπάρχει. α. το κτίριο και ιδίως το κτιριακό συγκρότημα στο οποίο στεγάζεται ένα μοναστήρι: Εκκλησία / κελιά / περίβολος του μοναστηριού. β. η εκκλησία του μοναστηριού: Παντρεύτηκαν σε ~. μοναστηράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μοναστήρι < ελνστ. μοναστήριον (αρχική σημ.: `ερημητήριο΄) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μοναστήριος `που αναφέρεται σε μοναχικούς΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναστηριακός -ή -ό [monastiriakós] Ε1 : που αναφέρεται και ιδίως που ανήκει σε μοναστήρι: Mοναστηριακή αρχιτεκτονική / περιουσία. Aπαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων.

[λόγ. < μσν. μοναστηριακός < μοναστήρι(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναστήριο το [monastírio] Ο40 : (λόγ.) μοναστήρι: H ακίνητη περιουσία των μοναστηρίων.

[λόγ. < ελνστ. μοναστήριον (δες στο μοναστήρι)]

[Λεξικό Κριαρά]
μοναστήριον το· μαναστήρι(ν)· μοναστήρι· μοναστήριν· μοναστήριο.
  • 1)
    • α) Τόπος όπου μονάζουν μοναχοί ή μοναχές, μονή, μοναστήρι:
      • το μοναστήριον του Σταυρονικήτα (Ιστ. πατρ. 16916· Ιμπ. 594
    • β) (σε παρομοίωση προκ. για μέρος ερημικό, χωρίς επαρκή οχύρωση):
      • Το κάστρον (ενν. την Καλομάτα) ηύραν αχαμνόν, ως μοναστήριν το είχαν (Χρον. Μορ. H 1712
    • γ) (μεταφ.· ειρων.):
      • ηγάπουν το μαυλισταρειόν, το μέγα μοναστήριν (Σαχλ., Αφήγ. 99).
  • 2) (Γενικ.) τόπος διαμονής·
    • (εδώ σε ιδιάζ. χρ.):
      • Εδά 'χασες, βαριόμοιρε Αδάμ, … τον τόπον της παράδεισος και τ’ άγιον μοναστήρι (Πικατ. 555).
  • 3) (Συνεκδ.) ναός (συν. μεγάλος):
    • τον παλαιόν καιρόν … ήσαν μοναστήρια, ήγουν εκκλησίες, τξέ (Προσκυν. Κουτλ. 390 13939).
  • 4) (Συνεκδ.· στον εν. και πληθ.) μοναχοί, καλόγεροι:
    • (Επιστ. ηγουμ. 175
    • Ήλθαν τα μοναστήρια και πάντες οι ηγουμένοι (Βίος Δημ. Μοσχ. 285).
  • Ο τ. ‑ι ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 3537).

[μτγν. ουσ. μοναστήριον. Οι τ. ‑ιν και μαναστήρι και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες