Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μολόχα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολόχα η [molóxa] Ο25α : 1. ποώδες φυτό με άνθη συνήθ. ροζ ή ανοιχτού μοβ χρώματος, που το αφέψημά τους έχει ηρεμιστικές ιδιότητες: Άγριες μολόχες. || το άνθος της μολόχας. 2. το γεράνι.

[μσν. μολόχα < αρχ. μολόχ(η) μεταπλ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go