Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μολότοφ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολότοφ η [molótof] Ο (άκλ.) : αυτοσχέδια βόμβα που αποτελείται από μπουκάλι με εύφλεκτο υγρό και εκσφενδονίζεται με το χέρι: Οι διαδηλωτές άρχισαν να πετούν πέτρες και ~. || (ως επίθ.): Bόμβα / κοκτέιλ ~: Οι διαδηλωτές άρχισαν να πετούν πέτρες και βόμβες ~.

[αγγλ. molotov (cocktail) < ρωσ. ανθρωπων. Molotov (Σοβιετικός πολιτικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go