Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιχεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοιχεύω [mixévo] -ομαι Ρ5.1 : διαπράττω μοιχεία.

[λόγ. < αρχ. μοιχεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
μοιχεύω.
  • I. Ενεργ.· μτβ. και αμτβ.
    • 1)
      • α) Διαπράττω μοιχεία:
        • (Ελλην. νόμ. 53810), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 175v
      • β) (μεταφ.):
        • μοιχεύει πνευματικώς (Ιστ. πατρ. 14417).
    • 2) Οχεύω:
      • ο κόραξ μοιχεύει (Φυσιολ. (Kaim.) 78b10).
    • 3) (Μεταφ.)
      • α) μολύνω ηθικά:
        • ο παρανομότατος Αρσένιος, … εμοίχευε την εκκλησίαν (Ιστ. πατρ. 14313
      • β) παραποιώ, αλλοιώνω, διαστρέφω:
        • μοιχεύει (ενν. ο Φαρισαίος) με το ψεύδος την αλήθειαν (Πηγά, Χρυσοπ. 291 (36)
      • γ) απιστώ προς το Θεό, λατρεύω είδωλα:
        • εμοίχευσαν (ενν. οι Ιουδαίοι) το ξύλον και λίθον (Φυσιολ. 35717).
  • II. (Μέσ. προκ. για γυναίκα) διαπράττω μοιχεία, γίνομαι μοιχαλίδα:
    • (Βακτ. αρχιερ. 170), (Αλεξ. 288).

[αρχ. μοιχεύω. Τ. ‑γω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες