Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοιρολάτρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοιρολάτρης ο [mirolátris] Ο10 θηλ. μοιρολάτρισσα [mirolátrisa] Ο27 : αυτός που χαρακτηρίζεται από μοιρολατρία2: Είναι ~ όπως οι περισσότεροι μουσουλμάνοι.

[λόγ. μοίρ(α) 1 -ο- + -λάτρης κατά το ειδωλολάτρης· λόγ. μοιρολάτρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go