Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοιραστός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μοιραστός, επίθ.
  • Μοιρασμένος, διασκορπισμένος· (εδώ) διάσπαρτος:
    • γη κοκκινισμένη, ανθρώπων σάρκες μοιραστή και ματοκυλισμένη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5172).

[<μοιράζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go