Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιραστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μοιραστής ο.
  • (Μαθημ.) διαιρέτης, παρονομαστής κλάσματος:
    • αυτά μοίρασον με τον μοιραστήν (Rechenb. 499).

[<αόρ. του μοιράζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες