Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοιράδι το [miráδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το μερίδιο.
[μσν. μοιράδι ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μοιράδιος `πεπρωμένος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιράδιον το· ιμοιράδι· ιμοιράδιν· μεράδι· μεράδιν· μεράδιον· μοιράδι· μοιράδιν.
-
- 1)
- α) Τμήμα, μέρος (συνόλου):
- Όμηρε …, ειπέ μας κι εσύ μοιράδι από τα κακά των γυναικών (Συναξ. γυν. 450· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [364])·
- β) (προκ. για πρόσωπα) ομάδα, κατηγορία:
- εις τρία μοιράδια χώρισε όλους τους εδικούς του (Θησ. Β́ [524]· Χρον. σουλτ. 10926·)>
- γ) (σε ιδιάζ. χρ. για τους νεκρούς):
- Αυτοί οπού χαίρουνται έχουν εδώ μοιράδιν, εκ τούς … επέψαν εις τον 'Αδην; (Απόκοπ. 137).
- α) Τμήμα, μέρος (συνόλου):
- 2)
- α) Μερίδιο, μερτικό, κλήρος:
- Εκάστῳ ισοστάθμιον το μοιράδιον δίδουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 955 κριτ. υπ.)·
- Περί μοναχού οπού … ζητά μοιράδι του από τους γονείς του (Βακτ. αρχιερ. 167)·
- β) ανταμοιβή, δωρεά:
- απού 'γραψε τα άνωθε δώσε κι αυτού μοιράδι, με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι (Π. Ν. Διαθ. φ. 336β 17· Απόκοπ. 433)·
- γ) φέουδο:
- ίνα ηπορῄς επαρήναι δέκα παροίκους εκ των μοιραδίων (Συνθήκ. Καλλ. 319).
- α) Μερίδιο, μερτικό, κλήρος:
- Εκφρ.
- 1) Εκ το ιμοιράδιν (ή μεράδιν) μου = εκ μέρους μου, εξ ονόματός μου (εξουσιοδότηση):
- (Χρον. Μορ. H 5783), (Χρον. Μορ. P 6578).
- 2) Διά ιμοιράδι μου = για λογαριασμό μου:
- (Χρον. Μορ. H 7102).
- Φρ.
- 1) Έχω μοιράδιν από κ.= απολαμβάνω μέρος ενός πράγματος (πβ. μερτικόν Φρ. 2):
- (Θησ. (Foll.) Ι 31.)>
- 2) Έχω μοιράδι σε κάπ. = συνδέομαι με κάπ., είμαι οικείος (πβ. μοίρα Φρ. 5):
- (Π. Ν. Διαθ. φ. 336β 13)·
- 3) Δεν έχω στη γη μοιράδι = δεν δικαιούμαι από τα αγαθά της γης· είμαι δυστυχής:
- (Περί ξεν. 501).
- 4) Στήνω καλόν μοιράδιν = αποκτώ αξιόλογη θέση:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 40).
[<ουσ. μοίρα + κατάλ. ‑άδιον. Κατά ΛΚΝ ουσιαστικοπ. ουδ. του μτγν. επιθ. μοιράδιος. Η λ. το 12. αι. Οι τ. ‑ι και μεράδι και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)