Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοίραρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοίραρχος ο [mírarxos] Ο20α : 1. (στρατ.) αξιωματικός, διοικητής μοίρας. 2. (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον υπομοίραρχο και κατώτερος από τον ταγματάρχη, αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς.

[λόγ. μοίρ(α)2 -αρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες