Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοίραρχος ο [mírarxos] Ο20α : 1. (στρατ.) αξιωματικός, διοικητής μοίρας. 2. (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον υπομοίραρχο και κατώτερος από τον ταγματάρχη, αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. μοίρ(α)
21α -αρχος]