Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μνημειώδης -ης -ες [mnimióδis] Ε11 : που έχει την επιβλητικότητα μνημείου, που διακρίνεται και εντυπωσιάζει: ~ λόγος / αγόρευση. Mνημειώ δες έργο. || (ειρ.): ~ βλακεία / ηλιθιότητα.
[λόγ. μνημεί(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. monumental]



