Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μινκ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μινκ το [míŋk] Ο (άκλ.) : είδος βιζόν καθώς και η γούνα που προέρχεται από αυτό. || (ως επίθ.): Γούνα ~.

[λόγ. < αγγλ. mink]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go