Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μιμόζα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιμόζα η [mimóza] Ο25α : ονομασία καλλωπιστικών δέντρων ή θάμνων, μερικά από τα οποία έχουν άνθη με σφαιρικό σχήμα, χνουδωτή επιφάνεια, συνήθ. κίτρινο χρώμα και ευχάριστη μυρωδιά: Kήπος με μιμόζες. || το άνθος της μιμόζας: Ένα μπουκέτο μιμόζες.

[ιταλ. mimosa < νλατ. mimosa < λατ. mimus (< αρχ. μῖμος), επειδή οι ευαίσθητες κινήσεις των οργάνων της θυμίζουν τις κινήσεις των μίμων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go