Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μικροβόλτ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροβόλτ το [mikrovólt] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος ίση με το ένα εκατομμυριοστό του βολτ.

[λόγ. < γαλλ. microvolt (micro- = μικρο- 2)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go