Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικροβόλτ το [mikrovólt] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος ίση με το ένα εκατομμυριοστό του βολτ.
[λόγ. < γαλλ. microvolt (micro- = μικρο- 2)]



