Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικράκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μικράκι, επίθ. ουδ.· μικράκιν.
  • (Πολύ) μικρό
    • α) (σε μέγεθος, μήκος):
      • περιστερόπουλο … μικράκι (Φορτουν. Έ 56· Ροδολ. Αφ. 48
    • β) (σε έκταση):
      • νησίν μικράκιν (Πορτολ. Β 2326‑7
    • γ) (σε ηλικία):
      • δυο μικράκια μου παιδιά (Ερωφ. Γ́ 297).
  • Η λ. ως άκλ. (εδώ με ουσ. αρσ. γένους) =
    • α) πολύ μικρός (σε έκταση):
      • από μικράκι τόπο (Γύπ. Πρόλ. Διός 40
    • β) ασήμαντος, παραμικρός:
      • 'ς πάσα μικράκι σου ορισμό (Ερωφ. Ά 370).
  • Η λ. ως ουσ. = μικρό παιδί:
    • μικράκια ομάδι αναθραφήκαμε (Στάθ. Ιντ. β́ 71).
  • [<ουδ. του επιθ. μικρός + κατάλ. ‑άκι· πβ. μιτσάκι, ολιγάκι. Η λ. ως ουσ. στο Somav. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες