Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανουργικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανουργικός -ή -ό [mixanurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μηχανουργία ή με το μηχανουργό: Mηχανουργικά εργαλεία. Mηχανουργικό εργαστήριο, μηχανουργείο. Mηχανουργικές μονάδες μετρήσεως, το χιλιοστόμετρο και η ίντσα.

[λόγ. μηχανουργ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go