Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανοστάσιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανοστάσιο το [mixanostásio] Ο40 : 1. ο χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένες οι μηχανές: Tο ~ του εργοστασίου / του πλοίου. Δουλεύει / κάνει βάρδια στο ~. Πήγε στο ~ να δει τι συμβαίνει. 2. χώρος ειδικός για την επισκευή και τη συντήρηση σιδηροδρομικών μηχανών ή οχημάτων.

[λόγ. μηχανο- + -στάσιον κατά το εργοστάσιον (διαφ. το σπάν. ελνστ. μηχανοστάσιον `βάση αρδευτικής μηχανής΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go