Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανορράφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανορράφος ο [mixanoráfos] Ο18 θηλ. μηχανορράφος [mixanoráfos] Ο35 : αυτός που μηχανορραφεί.

[λόγ. < αρχ. μηχανορράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
μηχανορράφος, επίθ.
  • Δολοπλόκος, ραδιούργος:
    • (Ψευδο-Σφρ. 4347).

[αρχ. επίθ. μηχανορράφος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες