Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανογραφικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανογραφικός -ή -ό [mixanoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μηχανογράφηση ή που γίνεται μ΄ αυτή: ~ έλεγχος. Mηχανογραφική υπηρεσία. Mηχανογραφικό σύστημα.

[λόγ. μηχανογράφ(ησις) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go