Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηχανογραφικός -ή -ό [mixanoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μηχανογράφηση ή που γίνεται μ΄ αυτή: ~ έλεγχος. Mηχανογραφική υπηρεσία. Mηχανογραφικό σύστημα.
[λόγ. μηχανογράφ(ησις) -ικός]



