Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μηχανικώς, επίρρ.
-
- 1) Με μηχανικά μέσα:
- διακρατήσαι ακρόπολιν μηχανικώς (Αξαγ., Κάρολ. Έ 436).
- 2) Με πονηριά, με δόλο:
- (Προδρ. IV 536). [μτγν. επίρρ. μηχανικώς. Λ. ‑ά σήμ.]
- 1) Με μηχανικά μέσα:



