Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανία
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μηχανία η· μηχανιά.
  • 1)
    •  
      • α1) Πονηριά, πανουργία, δολιότητα:
        • η απιστιά, η μηχανία … τήν έχουσιν … οι δολερές γυναίκες (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2075
      • α2) (χωρίς αρνητ. περιεχόμενο) επινοητικότητα, εφευρετικότητα:
        • άνθρωπος στρατιώτης … αρμόζει να έχει μηχανιάν και φρόνεσιν (Χρον. Μορ. H 4932
    • β) χρησιμοποίηση δόλου, απάτη:
      • Η μηχανιά κι η πονηριά κερδίζει την αντρείαν (Χρον. Μορ. H 4907
    • γ) υστεροβουλία, υπολογισμός:
      • με μηχανιάν και φρόνεσιν έπιασεν κι ευλογήθην την θυγάτηρ του βασιλέως (Χρον. Μορ. H 1194
    • δ) φρ. μπαίνω εις μηχανιάν μετά … = σχεδιάζω, κάνω συμφωνία με κάπ. σκεπτόμενος πονηρά, υστερόβουλα:
      • (Ιμπ. (Legr.) 883.)>
  • 2) (Συν. στον πληθ.)
    •  
      • α1) απατηλό τέχνασμα, παγίδα:
        • ίνα νικήσῃς τας αυτού (ενν. του διαβόλου) … μηχανίας (Φυσιολ. (Legr) 391
        • μικρά πουλία, πιάνεις τα μετά μηχανιάς (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 114· 199
      • α2) (χωρίς αρνητ. περιεχόμενο) έξυπνο τέχνασμα, επινόημα, εφεύρημα:
        • να 'χετε φρόνησην πολλήν, να 'χετε μηχανίες, διατί έχουν οι πολιτικές έτοιμες προξενείες (Σαχλ. B́ PM 409
    • β) πολεμικό τέχνασμα, στρατήγημα:
      • μηχανιές μεγάλες εποίησαν με δύναμιν την Τροίαν ν’ αφανίσουν (Βυζ. Ιλιάδ. 953).

[<ουσ. μηχανή, πιθ. με επίδρ. του ουσ. μαγγανεία ή των αμηχανία, κακομηχανία, κ.ά. Η λ. τον 4. αι. (Steph.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go