Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μηχάνευμα το.
-
- Τέχνασμα, πονηρό επινόημα:
- την Τροιάν … μέλλουν Έλληνες επάραι, πλην μετά μηχανευμάτων (Ερμον. Θ 265).
[<μηχανεύομαι + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ.]
- Τέχνασμα, πονηρό επινόημα:



