Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητρώνυμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητρώνυμο το [mitrónimo] Ο40 : (λόγ.) το όνομα της μητέρας κάποιου.

[λόγ. μητρ(ο)- 1 + -ώνυμον κατά το πατρώνυμον (πρβ. ελνστ. μητρωνυμικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες