Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητρώνυμο το [mitrónimo] Ο40 : (λόγ.) το όνομα της μητέρας κάποιου.
[λόγ. μητρ(ο)- 1 + -ώνυμον κατά το πατρώνυμον (πρβ. ελνστ. μητρωνυμικός)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. μητρ(ο)- 1 + -ώνυμον κατά το πατρώνυμον (πρβ. ελνστ. μητρωνυμικός)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |