Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μητρότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητρότητα η [mitrótita] Ο28 : 1. η κατάσταση ή η ιδιότητα της γυναίκας που είναι μητέρα ιδίως μικρών παιδιών: Οι χαρές / τα βάσανα της μητρότητας. Kοινωνική προστασία της μητρότητας. 2. η επιθυμία της γυναίκας να αποκτήσει παιδιά καθώς και η αγάπη για τα παιδιά της: Tο ένστικτο της μητρότητας.

[λόγ. < ελνστ. μητρότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go