Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μητρομανής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητρομανής -ής -ές [mitromanís] Ε10 : (για γυναίκα) νυμφομανής.

[λόγ. μητρομαν(ία) -ής (αναδρ. σχημ.) κατά το νυμφομανής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go