Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μητριαρχία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητριαρχία η [mitriarxía] Ο25 : (κοινων.) σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο υπολογίζεται μόνο η μητρική συγγένεια ενώ συνήθ. η γυναίκα (μητέρα) κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια· (πρβ. πατριαρχία 2).

[λόγ. μητρι- + -αρχία κατά το πατριαρχία μτφρδ. γαλλ. matriarcat]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go