Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηνώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνώ [minó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. μήνυσα, απαρέμφ. μηνύσει, παθ. αόρ. μηνύθηκα, απαρέμφ. μηνυθεί, μππ. μηνυμένος : (λαϊκότρ.) στέλνω μήνυμα. α. παραγγέλνω: Tου μήνυσα να έλθει. β. πληροφορώ: Tους μήνυσαν ότι έρχονται οι εχθροί.

[μσν. μηνώ < αρχ. μην(ύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μηνυσ- κατά το σχ.: μιλησ- (εμίλησα) - μιλώ]

[Λεξικό Κριαρά]
μηνώ· ενεστ. μηνάγω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Στέλνω μήνυμα, φανερώνω, γνωστοποιώ κ.:
        • συμβουλεύγουνται να σε σκοτώσουν … Διατί σε αγαπώ, σου το μηνώ (Μαχ. 54629
      • β) ειδοποιώ, πληροφορώ, αναφέρω:
        • (Χρον. Μορ. H 8702
        • του Δον Καρτσία να μηνά τι γίνεται καθ’ ώρα (Αχέλ. 1957
        • (σε μεταφ.):
          • ως δου (ενν. τα μάτια) άλλα κάλλη και ́ρεχτού, του Έρωτα μηνούσι (Ερωτόκρ. Ά 1269
        • (με σύστ. αντικ. ή είδος σύστ. αντικ.):
          • (Αργυρ., Βάρν. Κ 140
          • με την άκρα του ματιού μαντάτο τση μηνούσι (Ερωτόκρ. Ά 1117
      • γ) αναγγέλλω, ανακοινώνω:
        • μήνα τους με όμορφα λογία πως θέλομεν ποίσειν την αγάπην (Μαχ. 28226).
    • 2) Ζητώ:
      • αν χρήζεις πλεότερον, μήνα του να σε στείλει (Χρον. Μορ. Η 6583).
    • 3)
      • α) Παραγγέλλω:
        • Ο Θεός μας σου μηνά … αυτούς του Ισραήλ εδά να απολύσεις (Χούμνου, Κοσμογ. 2213
        • (με σύστ. αντικ. ή είδος σύστ. αντικ.):
          • μήνυμαν τον εμήνυσεν γαμπρόν να τον επάρει (Λίβ. Esc. 2799· Αιτωλ., Μύθ. 1047
      • β) διατάζω:
        • ο ρήγας … εμήνυσεν εις την Αμόχουστον να βάλουν εις οδηγίαν ούλα τα κάτεργα (Μαχ. 16434
        • γ) φρ. μηνώ χαρτίν ή χαρτία = στέλνω έγγραφο μήνυμα, εντολή:
          • (Μαχ. 51215, 5428).
    • 4) Κλητεύω:
      • αγκαλώ εις εσέναν τον σιρ Ζουάν … και μήνυσ’ του να έλθει ώδε να μου ικανώσει το δίκαιον (Ασσίζ. 16730).
    • 5) Καλώ, προσκαλώ:
      • ο ’κονόμος μάς μηνά να πάμεν να γευτούμεν (Διήγ. ωραιότ. 312).
  • Β́ (Αμτβ.) στέλνω μήνυμα, ειδοποιώ, παραγγέλλω:
    • Μηνά προς τον Ιμπέριον και φέρνουν τον ομπρός του (Ιμπ. 134
    • καταπαντούθεν εμήνυσε διά τους φλαμουραρίους (Χρον. Μορ. H 1180).

[<αόρ. του μηνύω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go