Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηλέα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μηλέα η· μηλία· μηλιά.
  • α) Μηλιά:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1566
  • β) (ως προσηγορία αγαπημένης γυναίκας):
    • (Αγν., Ποιήμ. Ά 12).
  • Ο τ. ‑ιά ως κύρ. όν.:
    • (Φορτουν. Ά 140).

[αρχ. ουσ. μηλέα. Ο τ. ‑ία και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go