Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηδική
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδική η [miδikí] Ο29 : (λόγ.) το τριφύλλι.

[λόγ. < ελνστ. Μηδική < αρχ. Μηδική πόα (δες μηδικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go