Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετόχιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μετόχιον το· μετόχι· μετόχι(ο)ν.
  • 1) Κτήμα, συν. μεγάλο, που ανήκει σε μοναστήρι, από την περιοχή του οποίου βρίσκεται μακριά, περιλαμβάνει διάφ. εγκαταστάσεις (κελιά, εκκλησία, ξενώνες, κλπ.) και λειτουργεί ως παράρτημά του:
    • μετόχιον … γέμον νεραντζών (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1509· 1895
    • εις Αίγυπτον μετόχιον … των Σιναϊτών … Τούτο οικία μεν εστί μεγίστη με κελία (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2251).
  • 2) (Γενικ.) κτήμα με σπίτι, αγροικία που ανήκει σε ιδιώτη· μικρός (αγροτικός) συνοικισμός:
    • μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια (Ερωτόκρ. Β́ 638).
  • Ο τ. ‑ι ως τοπων.:
    • (Συναδ. φ. 21r, 41r).

[<αρχ. ουσ. μετοχή + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. τον 9. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go