Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετόπωρον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μετόπωρον το.
— Βλ. και μεθόπωρον.
  • Φθινόπωρο:
    • (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) Ι 45).

[αρχ. ουσ. μετόπωρον. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go