Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετριότης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μετριότης η.
  • 1) Η ιδιότητα του μέτριου· μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη:
    • η ταπείνωσις … φέρνει … την υπομονήν, την μετριότητα … (Ροδινός 100).
  • 2) Με τη γεν. ημών της προσωπ. αντων., αντί του εγώ, όταν αρχιερέας, ιδ. πατριάρχης, αναφέρει τον εαυτό του:
    • η ευλογία της ημών μετριότητος είη μετά της σης ενδοξότητος (Παρθεν., Γράμμ. 228· Ιστ. πατρ. 1476).

[αρχ. ουσ. μετριότης. Τ. ‑τητα στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go