Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετρημός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρημός ο [metrimós] Ο17 : (λογοτ.) η μέτρηση: Δεν έχει μετρημό, δε μετριέται, είναι πολυάριθμος: Tα κρίματά σου είναι πολλά και μετρημό δεν έχουν.

[μετρη- (μετρώ) -μός]

[Λεξικό Κριαρά]
μετρημός ο.
  • Μέτρημα, καταμέτρηση·
    • φρ. δεν έχω μετρημόν = είμαι αμέτρητος, αναρίθμητος:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16117).

[<μετρώ + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go