Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετονομάζω [metonomázo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω το όνομα σε κπ. ή σε κτ., του δίνω άλλο όνομα: H Πετρούπολη μετά την επανάσταση του 1917 μετονομάστηκε σε Λένινγκραντ, ύστερα όμως από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος ξαναπήρε το παλιό της όνομα.
[λόγ. < αρχ. μετονομάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετονομάζω.
-
- Μετονομάζω·
- εδώ προκ. για την αλλαγή ονόματος νέου μοναχού ή σπανιότ. πατριάρχη:
- ο παπακυρ-Αλεξανδρής … εγίνην καλόγερος και εμετονομάστην Αντώνιος (Συναδ. φ. 44r· Ιστ. πατρ. 13318).
- εδώ προκ. για την αλλαγή ονόματος νέου μοναχού ή σπανιότ. πατριάρχη:
[αρχ. μετονομάζω. Η λ. και σήμ.]
- Μετονομάζω·



