Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετοικίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετοικίζω [metikízo] Ρ2.1α : μεταφέρω ανθρώπους από έναν τόπο και τους εγκαθιστώ σε κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. μετοικίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μετοικίζω.
  • Μετακινώ ανθρώπους από έναν τόπο και τους εγκαθιστώ σε άλλον:
    • (Ιστ. πολιτ. 2520).

[αρχ. μετοικίζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go