Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεωρίτης ο [meteorítis] Ο10 : αντικείμενο ή θραύσμα αντικειμένου αστρικής προέλευσης που πέφτει από το διάστημα στην επιφάνεια πλανήτη ή δορυφόρου· μετεωρόλιθος.
[λόγ. < γαλλ. météorite < météor(e) = μετέωρ(ον) -ite = -ίτης]



