Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετεωρίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεωρίτης ο [meteorítis] Ο10 : αντικείμενο ή θραύσμα αντικειμένου αστρικής προέλευσης που πέφτει από το διάστημα στην επιφάνεια πλανήτη ή δορυφόρου· μετεωρόλιθος.

[λόγ. < γαλλ. météorite < météor(e) = μετέωρ(ον) -ite = -ίτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go