Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετατόπιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετατόπιση η [metatópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετατοπίζω· μετακίνηση: Tο πλοίο βυθίστηκε λόγω μετατοπίσεως του φορτίου του. ~ ενός οργάνου του σώματος / εξαρτήματος μιας μηχανής. ~ σπονδύλου. || (γεωλ.) ~ των ηπείρων.

[λόγ. μετατοπι- (μετατοπίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go