Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταστατικός -ή -ό [metastatikós] Ε1 : που οφείλεται στη μετάσταση ή που προέρχεται από μετάσταση1: ~ όγκος.
[λόγ. μετάστα(σις)1 -τικός (διαφ. το ελνστ. μεταστατικός `που αναφέρεται στη μεταφορά του λόγου σε υποθετική κατάσταση΄)]



