Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταστατικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταστατικός -ή -ό [metastatikós] Ε1 : που οφείλεται στη μετάσταση ή που προέρχεται από μετάσταση1: ~ όγκος.

[λόγ. μετάστα(σις)1 -τικός (διαφ. το ελνστ. μεταστατικός `που αναφέρεται στη μεταφορά του λόγου σε υποθετική κατάσταση΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go